Ώρες Λειτουργίας: Καθημερινές 6-8μμ

Oφθαλμογνώση

Διαθλαστικές ανωμαλίες στα παιδιά

Κάθε παιδί έστω και αν δεν παρουσιάζει κανένα εμφανές οφθαλμολογικό πρόβλημα θα πρέπει να εξετάζεται προληπτικά γύρω στην ηλικία των 2 ετών. Και αυτό γιατί πολλές οφθαλμολογικές παθήσεις στα παιδιά δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Πρόωρα παιδιά και παιδιά με βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό, θα πρέπει να εξετάζονται σε μικρότερη ηλικία.

          Η πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση των οφθαλμικών παθήσεων στα παιδιά μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή σοβαρών επιπλοκών, που μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμη απώλεια μέρους της οράσεως των παιδιών, δηλαδή σε αμβλυωπία.

          Μεγαλύτερα παιδιά, δηλαδή παιδιά σχολικής ηλικίας, μπορεί να παρουσιάζουν οφθαλμολογικά συμπτώματα που θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουν τους γονείς. Π.χ. όταν ένα παιδί πηγαίνει πολύ κοντά στην τηλεόραση, ή κάνει λάθη από αντιγραφή στο σχολείο, πιθανόν να μη βλέπει καλά. Παιδιά που έχουν κακή επίδοση στο σχολείο ή παραπονούνται ότι κουράζονται όταν διαβάζουν πιθανόν να μην είναι αμελείς, αλλά να παρουσιάζουν αστιγματισμό ή ανεπάρκεια συγκλίσεως και να μην μπορούν να διαβάσουν για πολύ ώρα. Τα παιδιά αυτά θα πρέπει να εξετασθούν από τον παιδο-οφθαλμίατρο και να πάρουν τα κατάλληλα γυαλιά.

          Παιδιά που χρειάζονται γυαλιά μπορεί να παρουσιάζουν Μυωπία, Υπερμετρωπία ή Αστιγματισμό.

          Η Μυωπία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, δηλαδή μπορεί ένα παιδί να γεννηθεί με μυωπία ή και να την εμφανίσει αργότερα. Συνήθως πάντως η μυωπία εμφανίζεται κατά τη σχολική ηλικία, δηλαδή μεταξύ 5 και 15 ετών. Αν εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 4 ετών και αν υπάρχει βεβαρημένο κληρονομικό η πρόγνωση είναι χειρότερη.

          Η εξέλιξη της μυωπίας είναι γενετικά προκαθορισμένη και δεν επηρεάζεται από το αν το παιδί φοράει τα γυαλιά του, αν διαβάζει πολύ ή αν βλέπει πολλές ώρες τηλεόραση. Η χορήγηση βιταμινών ή η μεγάλη σχολαστικότητα για σωστό φωτισμό κατά το διάβασμα δεν φαίνεται να επηρεάζει την εξέλιξη της μυωπίας.

          Συνήθως τα παιδιά με μικρή μυωπία δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, ούτε παραπονιούνται ότι δεν βλέπουν. Οι γονείς το αντιλαμβάνονται, επειδή το παιδί δεν βλέπει τα μακρινά αντικείμενα και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τηλεόραση και να δει στον πίνακα του σχολείου.

          Η μυωπία διορθώνεται με γυαλιά ή φακούς επαφής αργότερα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει και η δυνατότητα του Laser, αλλά μετά την ηλικία των 18 ετών.

          Η Υπερμετρωπία συνήθως εμφανίζεται εντός του πρώτου χρόνου ζωής. Είναι δυνατόν να παρουσιαστεί μικρή αύξηση μέχρι την ηλικία των 5 ετών. Στη συνέχεια υπάρχει μια στασιμότητα μέχρι την ηλικία των 8 – 10 ετών, ενώ μετά παρατηρείται βραδεία μείωση.

          Τα παιδιά με υπερμετρωπία κουράζονται εύκολα στην κοντινή εργασία και απεχθάνονται το διάβασμα. Επίσης παραπονούνται για κεφαλαλγία, πόνο στα μάτια, ζάλη και γενική κόπωση. Μερικές φορές μπορεί να παρουσιαστεί παροδική σύγκλιση των ματιών (στραβισμός).

          Όταν διαγνωσθεί η υπερμετρωπία το παιδί θα πρέπει να φορέσει τα κατάλληλα γυαλιά για να ηρεμήσει από τα συμπτώματά του.

          Παιδιά με μικρή υπερμετρωπία, μέχρι 2 βαθμούς, που δεν εμφανίζουν στραβισμό και δεν έχουν ενοχλήσεις δεν είναι απαραίτητο να φορέσουν γυαλιά.

          Ο Αστιγματισμός συνήθως είναι συγγενής, δηλαδή εμφανίζεται από τη γέννηση και παραμένει σταθερός με μικρές αυξομειώσεις.

          Τα παιδιά με αστιγματισμό εμφανίζουν κεφαλαλγία κατά τη μελέτη ή όταν βλέπουν τηλεόραση. Μερικές φορές παρατηρείται ανώμαλη κλίση της κεφαλής κατά το διάβασμα, η οποία όμως σταματά με τη χορήγηση των κατάλληλων γυαλιών.

          Επίσης, τα παιδιά με αστιγματισμό μισοκλείνουν τα βλέφαρα στο διάβασμα και σκύβουν πολύ πάνω στο βιβλίο.

          Η ανεύρεση του είδους της διαθλαστικής ανωμαλίας (Μυωπία – Υπερμετρωπία – Αστιγματισμός) στα παιδιά, αλλά και του ακριβούς βαθμού αυτής, είναι πολύ εύκολο να γίνει από τον ειδικό παιδο-οφθαλμίατρο σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και από τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση.

          Αυτό επιτυγχάνεται με μια απλή και ανώδυνη εξέταση που ονομάζεται σκιασκοπία, η οποία δεν απαιτεί τη συνεργασία του παιδιού.

          Γι’ αυτό οι γονείς δεν πρέπει να καθυστερούν την πρώτη εξέταση του παιδιού, πιστεύοντας ότι χρειάζεται η συνεργασία του για την εξέταση.